βασταγάρης

βασταγάρης
ο (Μ βασταγάριος) [βασταγή]
1. βαστάζος, αχθοφόρος
2. αξιωματούχος της Εκκλησίας που κρατάει την εικόνα εορταζόμενου αγίου κατά τη λιτανεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαστάγαρος — βαστάγαρος, ο (Μ) [βασταγάρης] ο βασταγάρης …   Dictionary of Greek

  • βασταγαριά — η [βασταγάρης] 1. φορείο σανιδένιο για τη μεταφορά (κυρίως) οικοδομικών υλικών 2. ξύλο το οποίο στηρίζουν δύο άνθρωποι στους ώμους τους και κρεμούν απ αυτό τη ζυγαριά 3. αλυσίδα ή σκοινί από τό οποίο κρέμεται το καντήλι 4. βασταγάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”